奇怪 έννοια και προφορά

奇怪
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

奇怪 ελληνικός ορισμός

qí guài

  • παράξενος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qí): περιττός
  • (guài): παράξενος

Παραδείγματα ποινών με 奇怪

  • 我觉得这个问题很奇怪。
    Wǒ juédé zhège wèntí hěn qíguài.