奶奶 έννοια και προφορά

奶奶
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

奶奶 ελληνικός ορισμός

nǎi nai

  • γιαγιά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (nǎi): γάλα

Παραδείγματα ποινών με 奶奶

  • 奶奶非常喜欢我们送的礼物。
    Nǎinai fēicháng xǐhuān wǒmen sòng de lǐwù.
  • 奶奶经常给我讲过去的事情。
    Nǎinai jīngcháng gěi wǒ jiǎn.Guòqù de shìqíng.
  • 我奶奶住在北京。
    Wǒ nǎinai zhù zài běijīng.