学位 έννοια και προφορά

学位
Απλοποιημένη λέξη
學位
Παραδοσιακή λέξη

学位 ελληνικός ορισμός

xué wèi

  • πτυχίο επιστημών

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xué): μαθαίνω
  • (wèi): κομμάτι