安慰 έννοια και προφορά

安慰
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

安慰 ελληνικός ορισμός

ān wèi

  • άνεση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (ān): ενα
  • (wèi): άνεση