慰 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

慰 ελληνικός ορισμός

wèi

  • άνεση

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Λέξεις που περιέχουν 慰, ανά επίπεδο HSK