慰
慰 ελληνικός ορισμός
wèi
- άνεση
wèi
- άνεση
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 为 : για
- 位 : κομμάτι
- 卫 : φρουρά
- 味 : γεύση
- 喂 : γεια
- 尉 : military officer;
- 徻 : a wide room;
- 未 : δεν
- 渭 : the Wei River in Shaanxi through the Guanzhong 關中|关中 plain;
- 為 : for
- 煟 : radiance of fire;
- 猬 : hedgehog (family Erinaceidae);
- 畏 : φόβος
- 罻 : bird net;
- 胃 : στομάχι
- 蔚 : γεια
- 薉 : weedy;
- 衛 : guard
- 衞 : guard
- 褽 : collar;
- 讆 : to exaggerate; incredible;
- 谓 : λένε
- 躗 : to exaggerate; to fabricate; falsehood;
- 霨 : rising of clouds;
- 魏 : tower over a palace gateway (old);
Λέξεις που περιέχουν 慰, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 安慰 (ān wèi) : άνεση
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 慰问 (wèi wèn) : συλλυπητήρια
- 欣慰 (xīn wèi) : ευχαριστημένος