安排 έννοια και προφορά

安排
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

安排 ελληνικός ορισμός

ān pái

  • συμφωνία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (ān): ενα
  • (pái): σειρά

Παραδείγματα ποινών με 安排

  • 这个周末你有什么安排?
    Zhège zhōumò nǐ yǒu shé me ānpái?
  • 下午的会议,我已经安排好了。
    Xiàwǔ de huìyì, wǒ yǐjīng ānpái hǎole.
  • 他的安排让大家都很满意。
    Tā de ānpái ràng dàjiā dōu hěn mǎnyì.