完美 έννοια και προφορά

完美
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

完美 ελληνικός ορισμός

wán měi

  • τέλειος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wán): φινίρισμα
  • (měi): όμορφη