美
美 ελληνικός ορισμός
měi
- όμορφη
měi
- όμορφη
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 美
-
大学生活给我们留下了美好的回忆。
Dàxué shēnghuó gěi wǒmen liú xiàle měihǎo de huíyì. -
日落的时候,海边的景色很美。
Rìluò de shíhòu, hǎibiān de jǐngsè hěn měi. -
他来自一个美丽的海边城市。
Tā láizì yīgè měilì dì hǎibiān chéngshì. -
我觉得每天的生活都很美好。
Wǒ juédé měitiān de shēnghuó dōu hěn měihǎo. -
她真是一个美丽的女孩儿。
Tā zhēnshi yīgè měilì de nǚhái ér.
Λέξεις που περιέχουν 美, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 美丽 (měi lì) : πανεμορφη
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 美术 (měi shù) : τέχνη
- 完美 (wán měi) : τέλειος
- 优美 (yōu měi) : πανεμορφη
- 赞美 (zàn měi) : έπαινος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 美观 (měi guān) : πανεμορφη
- 美满 (měi mǎn) : ευτυχισμένος
- 美妙 (měi miào) : εκπληκτικός
- 审美 (shěn měi) : αισθητικός
- 物美价廉 (wù měi jià lián) : καλή ποιότητα και φθηνό