宝贵 έννοια και προφορά

宝贵
Απλοποιημένη λέξη
寶貴
Παραδοσιακή λέξη

宝贵 ελληνικός ορισμός

bǎo guì

  • πολύτιμος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bǎo): θησαυρός
  • (guì): ακριβός