实力 έννοια και προφορά

实力
Απλοποιημένη λέξη
實力
Παραδοσιακή λέξη

实力 ελληνικός ορισμός

shí lì

  • δύναμη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shí): πραγματικός
  • (lì): δύναμη