实
實
实 ελληνικός ορισμός
shí
- πραγματικός
shí
- πραγματικός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 乭 : rock; phonetic 'dol' used in names (Korean kugja);
- 十 : δέκα
- 埘 : hen roost;
- 実 : Japanese variant of 實|实;
- 寔 : really; solid;
- 拾 : μαζεύω
- 时 : χρόνος
- 湜 : clear water; pure;
- 炻 : stoneware;
- 石 : πέτρα
- 祏 : stone shrine;
- 蚀 : έκλειψη
- 识 : η γνώση
- 食 : τροφή
- 饣 : to eat' or 'food' radical in Chinese characters (Kangxi radical 184);
- 鲥 : shad; Ilisha elongata;
- 鼫 : long-tailed marmot;
- 鼭 : a kind of rat;
Παραδείγματα ποινών με 实
-
我其实不太了解他。
Wǒ qíshí bù tài liǎojiě tā. -
诚实的人值得我们尊重。
Chéngshí de rén zhídé wǒmen zūnzhòng. -
做人要诚实,不能说假话。
Zuòrén yào chéngshí, bùnéng shuō jiǎ huà. -
爸爸经常教育我要做一个诚实的人。
Bàba jīngcháng jiàoyù wǒ yào zuò yīgè chéngshí de rén. -
虽然我很想去,可是实在没时间。
Suīrán wǒ hěn xiǎng qù, kěshìshízài méi shíjiān.
Λέξεις που περιέχουν 实, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 其实 (qí shí) : στην πραγματικότητα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 诚实 (chéng shí) : τίμιος
- 确实 (què shí) : πράγματι
- 实际 (shí jì) : πραγματικός
- 实在 (shí zài) : πραγματικά
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 果实 (guǒ shí) : καρπός
- 结实 (jiē shi) : στερεός
- 老实 (lǎo shi) : τίμιος
- 实话 (shí huà) : αλήθεια
- 实践 (shí jiàn) : πρακτική
- 实习 (shí xí) : πρακτική
- 实现 (shí xiàn) : φέρνω σε πέρας
- 实验 (shí yàn) : πείραμα
- 实用 (shí yòng) : πρακτικός
- 事实 (shì shí) : γεγονός
- 现实 (xiàn shí) : πραγματικότητα
- 真实 (zhēn shí) : πραγματικός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 充实 (chōng shí) : εμπλουτίζω
- 坚实 (jiān shí) : στερεός
- 落实 (luò shí) : υλοποιώ, εφαρμόζω
- 名副其实 (míng fù qí shí) : αξίζει το όνομα
- 朴实 (pǔ shí) : απλός
- 切实 (qiè shí) : πρακτικός
- 实惠 (shí huì) : προμηθευτός
- 实力 (shí lì) : δύναμη
- 实施 (shí shī) : υλοποιώ, εφαρμόζω
- 实事求是 (shí shì qiú shì) : αναζητήστε την αλήθεια από τα γεγονότα
- 实行 (shí xíng) : υλοποιώ, εφαρμόζω
- 实质 (shí zhì) : ουσία
- 踏实 (tā shi) : σταθερός
- 扎实 (zhā shi) : στερεός
- 证实 (zhèng shí) : επιβεβαιώνω
- 忠实 (zhōng shí) : πιστός