实在 έννοια και προφορά

实在
Απλοποιημένη λέξη
實在
Παραδοσιακή λέξη

实在 ελληνικός ορισμός

shí zài

  • πραγματικά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shí): πραγματικός
  • (zài): σε

Παραδείγματα ποινών με 实在

  • 虽然我很想去,可是实在没时间。
    Suīrán wǒ hěn xiǎng qù, kěshìshízài méi shíjiān.
  • 我实在是太累了。
    Wǒ shízài shì tài lèile.
  • 这个人很实在,值得信任。
    Zhège rén hěn shízài, zhídé xìnrèn.