客厅 έννοια και προφορά

客厅
Απλοποιημένη λέξη
客廳
Παραδοσιακή λέξη

客厅 ελληνικός ορισμός

kè tīng

  • σαλόνι

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kè): πελάτης
  • (tīng): αίθουσα

Παραδείγματα ποινών με 客厅

  • 爸爸正在客厅看电视呢。
    Bàba zhèngzài kètīng kàn diànshì ne.
  • 客厅正面的墙上,正中挂着父的画像。
    Kètīng zhèngmiàn de qiáng shàng, zhèngzhòng guàzhe fù de huàxiàng.