厅 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

厅 ελληνικός ορισμός

tīng

  • αίθουσα

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : ακούω
  • : Japanese variant of 廳|厅;
  • : bed side stand;
  • : sandbar; shoal; sandbank;
  • : hydrocarbon;
  • : silk braided cord;
  • : Japanese variant of 聽|听;

Παραδείγματα ποινών με 厅

  • 学校附近新开了一家餐厅。
    Xuéxiào fùjìn xīn kāile yījiā cāntīng.
  • 爸爸正在客厅看电视呢。
    Bàba zhèngzài kètīng kàn diànshì ne.
  • 客厅正面的墙上,正中挂着父的画像。
    Kètīng zhèngmiàn de qiáng shàng, zhèngzhòng guàzhe fù de huàxiàng.

Λέξεις που περιέχουν 厅, ανά επίπεδο HSK