害羞 έννοια και προφορά

害羞
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

害羞 ελληνικός ορισμός

hài xiū

  • ντροπαλός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (hài): κανω κακο
  • (xiū): ντροπή