害羞
                
                
                
                Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη
                
                
            害羞 ελληνικός ορισμός
        
            hài xiū
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - ντροπαλός
hài xiū
- ντροπαλός
