密切 έννοια και προφορά

密切
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

密切 ελληνικός ορισμός

mì qiè

  • κλείσε

HSK level


Χαρακτήρες

  • (mì): πυκνός
  • (qiè): τομή