切
切 ελληνικός ορισμός
qiè
- τομή
qiè
- τομή
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 妾 : concubine; I, your servant (deprecatory self-reference for women);
- 帹 : man's headband (arch.);
- 怯 : δειλά
- 惬 : cheerful; satisfied;
- 挈 : to raise; to lift; to take along (e.g. one's family);
- 朅 : to leave; to abandon;
- 窃 : κλέβω
- 箧 : chest; box; trunk; suitcase; portfolio;
- 踥 : to walk with small steps;
- 锲 : αστειολόγος
Παραδείγματα ποινών με 切
-
家里一切的事情,都是妈妈负责。
Jiālǐ yīqiè de shìqíng, dōu shì māmā fùzé.
Λέξεις που περιέχουν 切, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 一切 (yī qiè) : όλα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 密切 (mì qiè) : κλείσε
- 迫切 (pò qiè) : επείγων
-
切 (qiē): τομή
- 亲切 (qīn qiè) : είδος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 急切 (jí qiè) : πρόθυμος
- 恳切 (kěn qiè) : ειλικρινής
- 切实 (qiè shí) : πρακτικός
- 确切 (què qiè) : ακριβής