密封 έννοια και προφορά

密封
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

密封 ελληνικός ορισμός

mì fēng

  • σφραγίδα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (mì): πυκνός
  • (fēng): σφραγίδα