寒假 έννοια και προφορά

寒假
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

寒假 ελληνικός ορισμός

hán jià

  • χειμερινές διακοπές

HSK level


Χαρακτήρες

  • (hán): κρύο
  • (jiǎ): ψευδής