导游
導遊
导游 ελληνικός ορισμός
dǎo yóu
- τουριστικός οδηγός
dǎo yóu
- τουριστικός οδηγός
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 导游
-
我的姐姐是一名导游。
Wǒ de jiějiě shì yī míng dǎoyóu.