导
導
导 ελληνικός ορισμός
dǎo
- οδηγός
dǎo
- οδηγός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 导
-
我的姐姐是一名导游。
Wǒ de jiějiě shì yī míng dǎoyóu.
Λέξεις που περιέχουν 导, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 导游 (dǎo yóu) : τουριστικός οδηγός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 导演 (dǎo yǎn) : διευθυντής
- 导致 (dǎo zhì) : έχοντας ως αποτέλεσμα
- 辅导 (fǔ dǎo) : προπόνηση
- 领导 (lǐng dǎo) : ηγετικες ικανοτητες
- 指导 (zhǐ dǎo) : οδηγός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 倡导 (chàng dǎo) : συνήγορος
- 导弹 (dǎo dàn) : βλήμα
- 导航 (dǎo háng) : πλοήγηση
- 导向 (dǎo xiàng) : οδηγός
- 向导 (xiàng dǎo) : οδηγός
- 引导 (yǐn dǎo) : οδηγός
- 主导 (zhǔ dǎo) : κύριος