导致 έννοια και προφορά

导致
Απλοποιημένη λέξη
導致
Παραδοσιακή λέξη

导致 ελληνικός ορισμός

dǎo zhì

  • έχοντας ως αποτέλεσμα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dǎo): οδηγός
  • (zhì): προς το