小时 έννοια και προφορά

小时
Απλοποιημένη λέξη
小時
Παραδοσιακή λέξη

小时 ελληνικός ορισμός

xiǎo shí

  • ώρα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xiǎo): μικρό
  • (shí): χρόνος

Παραδείγματα ποινών με 小时

  • 我们准备一起再玩(儿)一小时。
    Wǒmen zhǔnbèi yīqǐ zài wán (er) yī xiǎoshí.
  • 我看了一小时的书。
    Wǒ kànle yī xiǎoshí de shū.
  • 你先去,我一个小时后再去。
    Nǐ xiān qù, wǒ yīgè xiǎoshí hòu zài qù.
  • 我用了两个小时打扫房间。
    Wǒ yòngle liǎng gè xiǎoshí dǎsǎo fángjiān.
  • 这是我小时候的照片。
    Zhè shì wǒ xiǎoshíhòu de zhàopiàn.