工人 έννοια και προφορά

工人
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

工人 ελληνικός ορισμός

gōng rén

  • εργάτης

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gōng): δουλειά
  • (rén): ανθρωποι