工
工 ελληνικός ορισμός
gōng
- δουλειά
gōng
- δουλειά
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 工
-
今天我的朋友不能工作,他在医院!
jīntiān wǒ de péngyǒu bùnéng gōngzuò, tā zài yīyuàn! -
我很喜欢现在的工作。
Wǒ hěn xǐhuān xiànzài de gōngzuò. -
我在医院工作。
Wǒ zài yīyuàn gōngzuò. -
你是做什么工作的?
Nǐ shì zuò shénme gōngzuò de? -
我在机场工作了三年了。
Wǒ zài jīchǎng gōngzuòle sān niánle.
Λέξεις που περιέχουν 工, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 1
- 工作 (gōng zuò) : θέσεις εργασίας
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 工资 (gōng zī) : μισθός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 打工 (dǎ gōng) : μερική απασχόληση
- 工厂 (gōng chǎng) : εργοστάσιο
- 工程师 (gōng chéng shī) : μηχανικός
- 工具 (gōng jù) : εργαλείο
- 工人 (gōng rén) : εργάτης
- 工业 (gōng yè) : βιομηχανία
- 手工 (shǒu gōng) : εγχειρίδιο
- 员工 (yuán gōng ) : υπάλληλος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 罢工 (bà gōng) : απεργία
- 工艺品 (gōng yì pǐn) : χειροτεχνία
- 加工 (jiā gōng) : επεξεργασία
- 人工 (rén gōng) : τεχνητός