帮忙 έννοια και προφορά

帮忙
Απλοποιημένη λέξη
幫忙
Παραδοσιακή λέξη

帮忙 ελληνικός ορισμός

bāng máng

  • βοήθεια

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bāng): βοήθεια
  • (máng): απασχολημένος

Παραδείγματα ποινών με 帮忙

  • 我去请老师帮忙。
    Wǒ qù qǐng lǎoshī bāngmáng.
  • 因为有你帮忙,这件事情处理得很好。
    Yīnwèi yǒu nǐ bāngmáng, zhè jiàn shìqíng chǔlǐ dé hěn hǎo.