干净 έννοια και προφορά

干净
Απλοποιημένη λέξη
幹淨
Παραδοσιακή λέξη

干净 ελληνικός ορισμός

gān jìng

  • καθαρη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gàn): στεγνός
  • (jìng): καθαρά

Παραδείγματα ποινών με 干净

  • 我把衣服洗干净了。
    Wǒ bǎ yīfú xǐ gānjìngle.
  • 我已经把窗户擦干净了。
    Wǒ yǐjīng bǎ chuānghù cā gānjìngle.
  • 我把袜子洗干净了。
    Wǒ bǎ wàzi xǐ gānjìngle.