净
淨
净 ελληνικός ορισμός
jìng
- καθαρά
jìng
- καθαρά
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 俓 : straight; pass;
- 倞 : strong; powerful;
- 凊 : cool; fresh; to cool;
- 境 : έδαφος
- 婧 : (of woman) slender; delicate; virtuous;
- 弪 : radian (math.); now written 弧度;
- 径 : μονοπάτι
- 敬 : με σεβασμό
- 浄 : Japanese variant of 淨|净;
- 獍 : a mythical animal that eats its mother;
- 痉 : spasm;
- 竞 : ανταγωνίζομαι
- 竟 : πράγματι
- 胫 : lower part of leg;
- 迳 : way; path; direct; diameter;
- 镜 : καθρέφτης
- 靓 : to make up (one's face); to dress; (of one's dress) beautiful;
- 靖 : quiet; peaceful; to make tranquil; to pacify;
- 静 : ησυχια
Παραδείγματα ποινών με 净
-
我把衣服洗干净了。
Wǒ bǎ yīfú xǐ gānjìngle. -
我已经把窗户擦干净了。
Wǒ yǐjīng bǎ chuānghù cā gānjìngle. -
我把袜子洗干净了。
Wǒ bǎ wàzi xǐ gānjìngle.
Λέξεις που περιέχουν 净, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 干净 (gān jìng) : καθαρη