干扰 έννοια και προφορά

干扰
Απλοποιημένη λέξη
幹擾
Παραδοσιακή λέξη

干扰 ελληνικός ορισμός

gān rǎo

  • παρέμβαση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gàn): στεγνός
  • (rǎo): διαταράσσει