扰
擾
扰 ελληνικός ορισμός
rǎo
- διαταράσσει
rǎo
- διαταράσσει
Επίπεδα HSK
Παραδείγματα ποινών με 扰
-
对不起,打扰一下,王教授在吗?
Duìbùqǐ, dǎrǎo yīxià, wáng jiàoshòu zài ma?
Λέξεις που περιέχουν 扰, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 打扰 (dǎ rǎo) : διαταράσσει
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 干扰 (gān rǎo) : παρέμβαση
- 扰乱 (rǎo luàn) : διαταράσσει
- 骚扰 (sāo rǎo ) : παρενοχλούν