平时
平時
平时 ελληνικός ορισμός
píng shí
- συνήθως
píng shí
- συνήθως
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 平时
-
她平时很少运动。
Tā píngshí hěn shǎo yùndòng.