年龄 έννοια και προφορά

年龄
Απλοποιημένη λέξη
年齡
Παραδοσιακή λέξη

年龄 ελληνικός ορισμός

nián líng

  • ηλικία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (nián): έτος
  • (líng): ηλικία

Παραδείγματα ποινών με 年龄

  • 随便问别人的年龄是不礼貌的。
    Suíbiàn wèn biérén de niánlíng shì bù lǐmào de.