幽默 έννοια και προφορά

幽默
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

幽默 ελληνικός ορισμός

yōu mò

  • χιούμορ

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yōu): ησυχια
  • (mò): σιωπηλός

Παραδείγματα ποινών με 幽默

  • 李教授说话非常幽默。
    Lǐ jiàoshòu shuōhuà fēicháng yōumò.