默
默 ελληνικός ορισμός
mò
- σιωπηλός
mò
- σιωπηλός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 墨 : μελάνι
- 妺 : wife of the last ruler of the Xia dynasty;
- 寞 : μοναχικός
- 末 : τέλος
- 歾 : to end; to die;
- 殁 : to end; to die;
- 沫 : αφρός
- 漠 : έρημος
- 瘼 : distress; sickness;
- 眽 : to gaze; to ogle to look at;
- 秣 : feed a horse with grain; horse feed;
- 纆 : bind; cord;
- 茉 : jasmine;
- 莫 : μω
- 蓦 : leap on or over; suddenly;
- 貊 : name of a wild tribe; silent;
- 貘 : tapir;
- 镆 : sword;
- 陌 : δρόμος
- 靺 : name of a tribe; socks; stockings;
- 黙 : Japanese variant of 默;
Παραδείγματα ποινών με 默
-
李教授说话非常幽默。
Lǐ jiàoshòu shuōhuà fēicháng yōumò.
Λέξεις που περιέχουν 默, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 幽默 (yōu mò) : χιούμορ
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 沉默 (chén mò) : σιωπή
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 默默 (mò mò) : σιωπηλά
- 潜移默化 (qián yí mò huà) : αδιανόητα