座位 έννοια και προφορά

座位
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

座位 ελληνικός ορισμός

zuò wèi

  • έδρα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zuò): έδρα
  • (wèi): κομμάτι

Παραδείγματα ποινών με 座位

  • 这辆汽车上有 23 个座位。
    Zhè liàng qìchē shàng yǒu 23 gè zuòwèi.
  • 他把座位让给了一位老人。
    Tā bǎ zuòwèi ràng gěile yī wèi lǎorén.