开拓
                
                
                
                Απλοποιημένη λέξη
                
                
            
                        開拓
                    
                    
                        Παραδοσιακή λέξη
                    
                开拓 ελληνικός ορισμός
        
            kāi tuò
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - ανοίγω
kāi tuò
- ανοίγω
