开玩笑 έννοια και προφορά

开玩笑
Απλοποιημένη λέξη
開玩笑
Παραδοσιακή λέξη

开玩笑 ελληνικός ορισμός

kāi wán xiào

  • αστείο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kāi): άνοιξε
  • (wán): παίζω
  • (xiào): γέλιο

Παραδείγματα ποινών με 开玩笑

  • 你是在开玩笑吧?
    Nǐ shì zài kāiwánxiào ba?