玩 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

玩 ελληνικός ορισμός

wán

  • παίζω

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Παραδείγματα ποινών με 玩

  • 我们准备一起再玩(儿)一小时。
    Wǒmen zhǔnbèi yīqǐ zài wán (er) yī xiǎoshí.
  • 他在玩,没有学习。
    Tā zài wán, méiyǒu xuéxí.
  • 这是孩子们最喜欢玩儿的游戏。
    Zhè shì háizimen zuì xǐhuān wán er de yóuxì.
  • 你是在开玩笑吧?
    Nǐ shì zài kāiwánxiào ba?
  • 大家玩儿得很开心,甚至忘了时间。
    Dàjiā wán er dé hěn kāixīn, shènzhì wàngle shíjiān.

Λέξεις που περιέχουν 玩, ανά επίπεδο HSK