玩
玩 ελληνικός ορισμός
wán
- παίζω
wán
- παίζω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 玩
-
我们准备一起再玩(儿)一小时。
Wǒmen zhǔnbèi yīqǐ zài wán (er) yī xiǎoshí. -
他在玩,没有学习。
Tā zài wán, méiyǒu xuéxí. -
这是孩子们最喜欢玩儿的游戏。
Zhè shì háizimen zuì xǐhuān wán er de yóuxì. -
你是在开玩笑吧?
Nǐ shì zài kāiwánxiào ba? -
大家玩儿得很开心,甚至忘了时间。
Dàjiā wán er dé hěn kāixīn, shènzhì wàngle shíjiān.
Λέξεις που περιέχουν 玩, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
-
玩 (wán): παίζω
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 开玩笑 (kāi wán xiào) : αστείο
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 玩具 (wán jù) : παιχνίδι
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 玩弄 (wán nòng) : παίζω
- 玩意儿 (wán yì r) : πράγμα