开采 έννοια και προφορά

开采
Απλοποιημένη λέξη
開采
Παραδοσιακή λέξη

开采 ελληνικός ορισμός

kāi cǎi

  • εξόρυξη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kāi): άνοιξε
  • (cǎi): διαλέγω