采
採
采 ελληνικός ορισμός
cǎi
- διαλέγω
cǎi
- διαλέγω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 采, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 采访 (cǎi fǎng) : συνέντευξη
- 采取 (cǎi qǔ) : παίρνω
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 采购 (cǎi gòu) : αγορά
- 采集 (cǎi jí) : συλλογή
- 采纳 (cǎi nà) : υιοθεσία
- 开采 (kāi cǎi) : εξόρυξη
- 无精打采 (wú jīng dǎ cǎi) : αδιάφορος
- 兴高采烈 (xīng gāo cǎi liè) : χαρούμενος