开阔
                
                
                
                Απλοποιημένη λέξη
                
                
            
                        開闊
                    
                    
                        Παραδοσιακή λέξη
                    
                开阔 ελληνικός ορισμός
        
            kāi kuò
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - άνοιξε
kāi kuò
- άνοιξε
