阔
闊
阔 ελληνικός ορισμός
kuò
- πλατύς
kuò
- πλατύς
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 阔, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 广阔 (guǎng kuò) : ευρύς
- 开阔 (kāi kuò) : άνοιξε
- 辽阔 (liáo kuò) : απέραντος