弄 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

弄 ελληνικός ορισμός

nòng

  • κάνω

Επίπεδα HSK


Παραδείγματα ποινών με 弄

  • 小狗把房间弄得很乱。
    Xiǎo gǒu bǎ fángjiān nòng dé hěn luàn.
  • 请不要把顺序弄乱了。
    Qǐng bùyào bǎ shùnxù nòng luànle.
  • 我不小心把衣服弄脏了。
    Wǒ bù xiǎoxīn bǎ yīfú nòng zāng le.

Λέξεις που περιέχουν 弄, ανά επίπεδο HSK