弹性 έννοια και προφορά

弹性
Απλοποιημένη λέξη
彈性
Παραδοσιακή λέξη

弹性 ελληνικός ορισμός

tán xìng

  • ελαστικότητα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dàn): βόμβα
  • (xìng): φύλο