弹
彈
弹 ελληνικός ορισμός
dàn
- βόμβα
dàn
- βόμβα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 弹
-
我四岁开始学习弹钢琴。
Wǒ sì suì kāishǐ xuéxí dàn gāngqín.
Λέξεις που περιέχουν 弹, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 弹钢琴 (tán gāng qín) : παίζω πιάνο
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 导弹 (dǎo dàn) : βλήμα
- 弹性 (tán xìng) : ελαστικότητα
- 子弹 (zǐ dàn) : σφαίρα