心疼 έννοια και προφορά

心疼
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

心疼 ελληνικός ορισμός

xīn téng

  • αγχωμένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xīn): καρδιά
  • (téng): πόνος