疼
疼 ελληνικός ορισμός
téng
- πόνος
téng
- πόνος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 疼
-
我的耳朵有点疼,要去医院看看。
Wǒ de ěrduǒ yǒudiǎn téng, yào qù yīyuàn kàn kàn. -
我的腿有点儿疼。
Wǒ de tuǐ yǒudiǎn er téng. -
你的腿还疼吗?
Nǐ de tuǐ hái téng ma? -
我肚子疼。
Wǒ dùzi téng.
Λέξεις που περιέχουν 疼, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
-
疼 (téng): πόνος
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 疼爱 (téng ài) : αγάπη
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 心疼 (xīn téng) : αγχωμένος