忙碌 έννοια και προφορά

忙碌
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

忙碌 ελληνικός ορισμός

máng lù

  • απασχολημένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (máng): απασχολημένος
  • (lù): απασχολημένος