忙碌 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 忙碌 ελληνικός ορισμός máng lù απασχολημένος HSK level HSK 6 Χαρακτήρες 忙 (máng): απασχολημένος 碌 (lù): απασχολημένος