悬挂 έννοια και προφορά

悬挂
Απλοποιημένη λέξη
懸挂
Παραδοσιακή λέξη

悬挂 ελληνικός ορισμός

xuán guà

  • εναιώρημα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xuán): κρεμάω
  • (guà): κρεμάω