悬
懸
悬 ελληνικός ορισμός
xuán
- κρεμάω
xuán
- κρεμάω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 悬, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 悬挂 (xuán guà) : εναιώρημα
- 悬念 (xuán niàn) : αγωνία
- 悬殊 (xuán shū ) : ανισότητα
- 悬崖峭壁 (xuán yá qiào bì) : βραχώδεις ακτές